σαμαίνω

σαμαίνω
σᾱμαίνω, [dialect] Dor. for σημαίνω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαμαίνω — Α (δωρ. τ.) βλ. σημαίνω …   Dictionary of Greek

  • σαμαίνω — σᾱμαίνω , σημαίνω show by a sign pres subj act 1st sg (doric) σᾱμαίνω , σημαίνω show by a sign pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάντρια — και δωρ. τ. σαμάντρια, ἡ, Α 1. (ως θηλ. τού σημαντήρ), αυτή που οδηγεί 2. ως επίθ. αυτή που σημαίνει, που δίνει σήμα («σαμάντριαν πυρὸς ἰωάν», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω / σαμαίνω + επίθημα τρια τών θηλ. (πρβλ. υφάν τρια)] …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”